- ἀποκαρδιουργέω
- ἀποκαρδιουργέω,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀποκαρδιουργῆσαι — ἀποκαρδιουργέω extract the heart of a victim aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)